Λίγα λόγια για την ωδή
Είχα κατά νου, με την παρότρυνση των καλών φίλων Γιώργου Κλώνη και Κάτιας Κρέτση, να καταπιαστώ το έτος 2016 με ένα θέμα για να το παρουσιάσουμε ως απαγγελία στα Αττικά Διονύσια και στα Προμήθεια, τις δυο μεγάλες ελληνικές εορτές των ημερών μας, την επόμενη χρονιά. Το θέμα που με περιτριγύριζε ήταν ο αγαπημένος μου Διόνυσος, ο θεός που προς τιμήν του εορτάζουμε στην Αθήνα. Τύχη αγαθή, διάβασα μια ωδή που ονομάζεται “Βάκχος”, του λατίνου Μάρκου Αυρήλιου Ολύμπιου Νεμεσιανού (Marcus Aurelius Olympius Nemesianus) που έζησε κατά τον 3ο μ.χ.χ. αιώνα σε μια εξαιρετική μετάφραση και ανάλυση του Αθανάσιου Α. Τσακνάκη. Μου άρεσε η ιδέα της πλοκής του θέματος και ξεδίπλωσα την μούσα μου πάνω της, χρησιμοποιώντας δικούς μου στίχους και δίνοντας την δική μου εκδοχή για τον Διόνυσο-Οίνο. Στο κλείσιμο της ωδής, χρησιμοποίησα στίχους αθάνατους από τον Ευριππίδη,τον Όμηρο και τον Συμωνίδη. Τέλος θέλω να ευχαριστήσω την καλή μου φίλη Ελένη Μιχοπούλου, φιλόλογο, για την επιμέλεια της ωδής. Η συγγραφή έγινε το διάστημα Μαιμακτηριών – Ποσειδεών γ΄ έτος της 698ης Ολυμπιάδος.
Το θεατρικό παρουσιάστηκε πρώτη φορά στα Αττικά Διονύσια την 17η Ιουνίου 2017 και ακολούθως στα 22α Προμήθεια την 8η Ιουλίου 2017
Τάκης Παναγιωτόπουλος
Όλυμπος, Άλσος Προμηθέα, 22α Προμήθεια, θίασος ΛΑΒΡΥΣ
Ωδή στον Βάκχο
Τον Διόνυσο, τον Βάκχο, τον Λύσιο
θα υμνήσουμε τρανή ιστορία ν’ ακουστεί
για το πώς έκαμε δώρο στους θνητούς
την άμπελο και τον οίνο ο θεός.
Μια μέρα με ήπιο καιρό όπου έλαμπε ο ζωοδότης ήλιος
ο Φίληβος, ο Ζήδωρος και η Χαιρεστράτη
καθώς σε άλσος βρέθηκαν περίπατο να κάμουν
να ξαποστάσουν σκέφτηκαν κάτω από δένδρο σκιερό1.
Σε λίγο είδαν μέσ’ από τις φυλλωσιές κάτι να ολοζυγώνει,
κι ενώ στο διάβα του, ήχοι γλυκοί αντιχούσαν.
Καθόλου δεν εσάλεψαν, στου ζυγωμού τ’ αντάμα,
σαν είδαν τον τραγοπόδαρο θεό, τον Μέγα Πάνα.
Απ’ ό,τι εφάνη και κείνος θέλησε σκιά να βρει, να ξαποστάσει
και αφού έκανε τόπο βολικό για να σταθεί,
τον θεϊκό αυλό που έβγαζε ήχους γλυκούς, την σύριγγα,
με προσοχή απόθεσε λίγο παραδίπλα.
Όμως ο αυλός ήδη ξεσήκωσε τις ψυχές των θνητών
όταν ο ήχος έφτασε στης ακοής τους πόρους.
Οι νέοι τότε σκέφτηκαν πως δε θα ’ταν δα και τρομερό
να παίξουν λίγη μουσική με τον αυλό του Πάνα.
Μόλις ο θεός κοιμήθηκε, τον θείο αυλό με προσοχή επήραν
και λίγο παραδίπλα αμέσως αρχινήσαν,
απ’ τα καλάμια την ανάσα να οδηγούν με ορμή, ωδή να βγάλουν,
ωσάν αυτή που πριν ηχούσε εκστατικά.
Μα αντί για ωδή, ένας συριγμός ακούστηκε, τόσο κακόηχος,
που και τον Πάνα ξύπνησε όπου αναστατώθη.
Τους είδε και κατάλαβε, ότι τον αυλό, θνητοί είχαν πάρει.
Μ’ αποκρίθηκε μειλίχια, ο τραγοπόδαρος θεός:
“Όσο κι αν θέλετε ήχο γλυκό να βγάλετε, ποτέ δεν θα μπορέσετε.
Καθώς είστε θνητοί, καλάμι θεϊκό ν’ αποκριθεί δεν δύναται.
Γι αυτό, αν θέλετε μουσική να ακούσετε και να ευφρανθείτε,
εγώ, ο Μέγας Πάνας, τον αυλό αμέσως θα αρχίσω”.
Τότε ο θεός την μουσική ξεκίνησε, με συνοδιά τα παρακάτω λόγια:
“Τον Διόνυσο υμνώ, τον υιό της Σεμέλης και του Διός,
που έδωσε τον οίνο στους θνητούς, να λησμονούν τις έγνοιες
κι ήταν το πρώτο που έκανε ως νέος, ο θεός.
Τότε συνέβη να φυτρώσουν τα κλήματα αυτά, που αργότερα,
τους τρανούς καρπούς βαστούσαν τους οινοτρόφους.
Πρώτα γυμνό κλαρί εφάνη, αλλά μετά από λίγο, όπως ξεπετάχτηκε
ο θεός από τον μηρό του Δία, έτσι εβλάστησε το κλήμα.
Ανάμεσα στα φύλλα και στους βοστρύχους, εμφάνισε θείους ανθούς,
που με τον καιρό εγίνηκαν οι πολυστάφυλοι καρποί.
Ωρίμασαν, μετά από τόσους μήνες, όσους η Σεμέλη κυοφορούσε τον θεό,
μέχρι να θελήσει να της φανερωθεί ο Δίας, σ όλο του το μεγαλείο.
Κι εκεί όπου θαρρείς ότι οι καρποί πέθαιναν το κύκλο τους σαν κάναν,
ο θεός τη συνοδεία του πρόσταξε, τους Σάτυρους,
ευθύς να τους τρυγήσουν και με καλάθια στο ληνό να πάνε να πατήσουν,
κι έτσι το γλεύκος να φανεί το θεϊκό.
Περιχαρείς υπάκουσαν κι ολοένα επατούσαν, κι ο τόπος έλαμψε
καθώς με τραγούδια και φωνές την γέννηση γιορτάζαν.
“Δοχεία ετοιμάστε, κύλικες τρανές, μεγάλες, φιλοκάλλιστες”, είπεν ο θεός,
“μα όχι πριν περάσουν οι μέρες οι πρεπούμενες”.
Γιατί ο θνήσκων καρπός έπρεπε να ξαναγεννηθεί, οίνος καθάριος να γίνει,
την εποχή που το κλήμα ετοιμάζεται και πάλι να βλαστήσει.
Σαν τον θεό, που από της Σεμέλης τον χαμό έμελλε να σωθεί
και από τον μηρό του Διός να φανεί, ο Διγενής.
Έτσι ο Διόνυσος χάραξε τον κύκλο τον αιώνιο που ο χαμός γίνεται σωτηρία
κι ο βίος των θνητών λαμπραίνει με δώρα Αθανάτων.
Να χαίρεται θέλει ο θεός με τους θνητούς, και φέρνει την Ειρήνη2
μοιράζει δε την τέρψη το ίδιο στον μακάριο και τον δυστυχή.
Μισεί εκείνον που δεν φροντίζει τις ημέρες του να ζει ευτυχισμένος.
Γιατί δεν ξέρω να σας πω τελικά άλλη πιο ευχάριστη ζωή
παρ΄ όταν η ευθυμία όλον τον λαό κατέχει, που τον αοιδό ακούνε
και σε τραπέζια κάθονται παρέα να δειπνήσουν3.
Κι ο οίνος ο γλυκός αδιάκοπα απ’ τους κρατήρες να ρέει
κι ο οινοχόος στις κύλικες γλυκά να ρίχνει το θείο δώρο,
τον αίθοπα, τον ερυθρό και τον ξανθό στο χρώμα.
Νομίζω τ΄ ομορφότερο στον κόσμο για θνητούς αυτό πως είναι’’.
Έτσι τραγούδησε ο θεός, ο Μέγας Παν, στην συντροφιά των νέων
και χάρηκαν από ψυχής με όσα άκουσαν και είδαν.
Διότι δίχως την χαρά, ποιος θνητός βίος είναι ποθητός; κανένας λέω.4
Χωρίς αυτήν, ούτε των θεών είναι ζηλευτή η αιωνιότητα.
Τάκης Παναγιωτόπουλος